τραυλοτης

τραυλοτης
    τραυλότης
    -ητος ἥ шепелявость, (вообще) дефект произношения Arst., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τραυλοτης" в других словарях:

  • τραυλότης — lisping fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλότητα — τραυλότης lisping fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλότητας — τραυλότης lisping fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλότητι — τραυλότης lisping fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλότητος — τραυλότης lisping fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλότητα — η / τραυλότης, ητος, ΝΑ [τραυλός] η ιδιότητα τού τραυλού, κληρονομική ή επίκτητη δυσχέρεια στην ομιλία, τραυλισμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»